κτησώμεθα

κτησώμεθα
κτάομαι
procure for oneself
aor subj mid 1st pl
κτέομαι
procure for oneself
aor subj mp 1st pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κτησώμεθ' — κτησώμεθα , κτάομαι procure for oneself aor subj mid 1st pl κτησώμεθα , κτέομαι procure for oneself aor subj mp 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίτιμος — η, ο (Α ἐπίτιμος, ον) αυτός που απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα και προνόμια τού ελεύθερου πολίτη («πάντας ἀνθρώπους ἑκόντες συγγενεῖς κτησώμεθα κἀπιτίμους καὶ πολίτας», Αριστοφ.) νεοελλ. αυτός που έχει τιμητικά κάποιο τίτλο χωρίς να έχει και τα… …   Dictionary of Greek

  • επεγκελεύω — ἐπεγκελεύω (AM) 1. παρακινώ, παροτρύνω κάποιον σε κάτι («ἀλλ οὖν ἐπεγκέλευέ γ ὡς εὐψυχίαν... κτησώμεθα», Ευρ.) 2. μέσ. επεγκελεύομαι διατάσσω, συνιστώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκελεύω «προτρέπω, παρακινώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”